- δερνοκοπιέμαι
- κόπτομαι, θρηνώ, χτυπώ τα στήθια μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < δέρνω + -κοπιέμαι < -κοπώ < κόπος < κόπτω (πρβλ. στηθοκοπιέμαι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δερνοχτυπιέμαι — δερνοκοπιέμαι … Dictionary of Greek